- μεταξύτης
- μεταξύτης, -ητος, ἡ (Α) [μεταξύ]1. μέση θέση, το μέσο2. μεσότητα3. μουσ. διάστημα4. διάλειμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταξύτης — middle position fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξύτητα — μεταξύτης middle position fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξύτητας — μεταξύτης middle position fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξύτητες — μεταξύτης middle position fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταξύτητι — μεταξύτης middle position fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)